Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
συγκατήγορος
View word page
συγκατεξανίσταμαι
συγκατ-εξανίσταμαι, dub. l. in Plu. Caes. 8 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατεξανίσταμαι
Headword (normalized):
συγκατεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατεξανισταμαι
IDX:
97736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97737
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-εξανίσταμαι</span>, dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg048:8" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg048:8/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Caes.</span> 8 </a>.</div><br><br>'}