Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
συγκατηγορέω
συγκατηγόρησις
View word page
συγκατείργω
συγκατ-είργω,
A). v. συγκαθείργω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατείργω
Headword (normalized):
συγκατείργω
Headword (normalized/stripped):
συγκατειργω
IDX:
97735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97736
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-είργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συγκαθείργω</span> .</div> </div><br><br>'}