Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
συγκατέχω
View word page
συγκατέδομαι
συγκατ-έδομαι, fut. of συγκατεσθίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατέδομαι
Headword (normalized):
συγκατέδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατεδομαι
IDX:
97733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-έδομαι</span>, fut. of <span class="foreign greek">συγκατεσθίω</span>.</div><br><br>'}