Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
συγκατευθύνω
συγκατεύχομαι
View word page
συγκαταψύχω
συγκατα-ψύχω [ῡ],
A). make cool, Gal. 1.674 :—aor. inf. Pass. -ψῠγῆναι PHolm. 23.40 .


ShortDef

make cool

Debugging

Headword:
συγκαταψύχω
Headword (normalized):
συγκαταψύχω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταψυχω
IDX:
97732
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97733
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-ψύχω</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make cool</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 1.674 </span>:—aor. inf. Pass. <span class="quote greek">-ψῠγῆναι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PHolm.</span> 23.40 </span> .</div> </div><br><br>'}