Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
συγκατεργάζομαι
συγκατέρχομαι
συγκατεσθίω
View word page
συγκαταψεύδομαι
συγκατα-ψεύδομαι,
A). join in a lie against. τινος Aeschin. 2.158 .


ShortDef

to join in a lie against

Debugging

Headword:
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized):
συγκαταψεύδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταψευδομαι
IDX:
97730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97731
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-ψεύδομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">join in a lie against.</span> <span class="itype greek">τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg002.perseus-grc1:158" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0026.tlg002.perseus-grc1:158/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aeschin.</span> 2.158 </a>.</div> </div><br><br>'}