Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
συγκατείργω
συγκατεξανίσταμαι
συγκατεπείγω
View word page
συγκατάφυρτος
συγκατά-φυρτος, ον,(φύρω)
A). mixed or kneaded in together, Philox. 3.17 .


ShortDef

mixed

Debugging

Headword:
συγκατάφυρτος
Headword (normalized):
συγκατάφυρτος
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφυρτος
IDX:
97727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97728
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατά-φυρτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">φύρω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixed</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">kneaded in together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:3:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1601.tlg001:3.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philox.</span> 3.17 </a>.</div> </div><br><br>'}