Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
συγκαταψύχω
συγκατέδομαι
συγκάτειμι
View word page
συγκαταφθείρω
συγκατα-φθείρω,
A). lose together, Plb. 9.26.6 .


ShortDef

lose together

Debugging

Headword:
συγκαταφθείρω
Headword (normalized):
συγκαταφθείρω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφθειρω
IDX:
97724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-φθείρω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lose together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:9:26:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:9:26:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 9.26.6 </a>.</div> </div><br><br>'}