Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
συγκαταψηφίζομαι
View word page
συγκαταφαγεῖν
συγκατα-φᾰγεῖν, aor. inf. of συγκατεσθίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταφαγεῖν
Headword (normalized):
συγκαταφαγεῖν
Headword (normalized/stripped):
συγκαταφαγειν
IDX:
97721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97722
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-φᾰγεῖν</span>, aor. inf. of <span class="foreign greek">συγκατεσθίω</span>.</div><br><br>'}