Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
συγκαταψεύδομαι
View word page
συγκατατρώγω
συγκατα-τρώγω, aor. -έτρᾰγον,
A). eat at the same time, Id. Sol. 20 , prob. f.l. for κατα- .


ShortDef

to eat at the same time

Debugging

Headword:
συγκατατρώγω
Headword (normalized):
συγκατατρώγω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατρωγω
IDX:
97720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97721
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-τρώγω</span>, aor. <span class="foreign greek">-έτρᾰγον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">eat at the same time</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg007:20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sol.</span> 20 </a>, prob. f.l. for <span class="ref greek">κατα-</span> .</div> </div><br><br>'}