Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
συγκαταφονεύω
συγκατάφυρτος
συγκαταχώννυμι
συγκαταχωρίζω
View word page
συγκατατρίβω
συγκατα-τρίβω [ῑ],
A). waste completely, Plu. Cleom. 26 .


ShortDef

waste completely

Debugging

Headword:
συγκατατρίβω
Headword (normalized):
συγκατατρίβω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατριβω
IDX:
97719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-τρίβω</span> <span class="pron greek">[ῑ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">waste completely</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg051:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg051:26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cleom.</span> 26 </a>.</div> </div><br><br>'}