Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
συγκαταφλέγω
View word page
συγκατατείνω
συγκατα-τείνω,
A). extend with or together, τὸ σκέλος Hp. Art. 71 .


ShortDef

extend with

Debugging

Headword:
συγκατατείνω
Headword (normalized):
συγκατατείνω
Headword (normalized/stripped):
συγκατατεινω
IDX:
97715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">extend with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <span class="quote greek">τὸ σκέλος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:71" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:71/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Art.</span> 71 </a> .</div> </div><br><br>'}