Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
συγκαταφεύγω
συγκαταφθείρω
View word page
συγκατατεθειμένως
συγκατα-τεθειμένως, Adv. pf. part. Pass. of -τίθημι,
A). in an orderly way, Hsch. s.v. ἀθέτως .


ShortDef

in an orderly way

Debugging

Headword:
συγκατατεθειμένως
Headword (normalized):
συγκατατεθειμένως
Headword (normalized/stripped):
συγκατατεθειμενως
IDX:
97714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-τεθειμένως</span>, Adv. pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">-τίθημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">in an orderly way</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀθέτως</span> .</div> </div><br><br>'}