Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
συγκαταφαγεῖν
συγκαταφέρω
View word page
συγκατασχίζω
συγκατα-σχίζω,
A). divide at the same place as, τῇ ἀρτηρίᾳ, of a vein, Gal. 15.532 ( Pass.).


ShortDef

divide at the same place as

Debugging

Headword:
συγκατασχίζω
Headword (normalized):
συγκατασχίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασχιζω
IDX:
97712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-σχίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divide at the same place as</span>, <span class="foreign greek">τῇ ἀρτηρίᾳ</span>, of a vein, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.532 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}