Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
συγκατατείνω
συγκατατήκομαι
συγκατατίθημι
τ
συγκατατρίβω
συγκατατρώγω
View word page
συγκατασύρομαι
συγκατα-σύρομαι [ῡ],
A). to be dragged down with, τινι Ph. Fr. 101 H.


ShortDef

to be dragged down with

Debugging

Headword:
συγκατασύρομαι
Headword (normalized):
συγκατασύρομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασυρομαι
IDX:
97710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97711
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-σύρομαι</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be dragged down with</span>, <span class="itype greek">τινι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg040:101" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg040:101/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 101 </a> H.</div> </div><br><br>'}