Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντήδην
ἀντήεις
ἀντήλιος
ἀντημοιβός
ἄντην
ἀντήνωρ
ἀντηρετέω
ἀντηρέτης
ἀντήρης
ἀντηρίδιον
ἀντήριος
ἀντηρίς
ἄντησις
ἄντηστις
ἀντηχέω
ἀντήχημα
ἀντήχησις
ἄντηχος
ἀντί
ἀντία
ἀντιάζω
View word page
ἀντήριος
ἀντήριος·
στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῇ θύρᾳ,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀντήριος
Headword (normalized):
ἀντήριος
Headword (normalized/stripped):
αντηριος
IDX:
9770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9771
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντήριος·</span> <span class="foreign greek">στήμων, καὶ κανὼν ὁ προσκείμενος τῇ θύρᾳ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}