Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
συγκατατεθειμένως
View word page
συγκατάσπασις
συγκατά-σπασις,
A). v. συγκατάστασις .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκατάσπασις
Headword (normalized):
συγκατάσπασις
Headword (normalized/stripped):
συγκατασπασις
IDX:
97704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97705
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατά-σπασις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συγκατάστασις</span> .</div> </div><br><br>'}