Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
συγκαταστρέφω
συγκατασύρομαι
συγκατασχηματίζομαι
συγκατασχίζω
συγκατατάσσω
View word page
συγκατασκήπτω
συγκατα-σκήπτω,
A). swoop down together, ἀετοὶ δύο ς. Plu. Brut. 37 .


ShortDef

to dart down together

Debugging

Headword:
συγκατασκήπτω
Headword (normalized):
συγκατασκήπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκηπτω
IDX:
97703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-σκήπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">swoop down together</span>, <span class="foreign greek">ἀετοὶ δύο ς</span>. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg061:37" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg061:37/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Brut.</span> 37 </a>.</div> </div><br><br>'}