συγκατασκευάζω
συγκατα-σκευάζω,
A). help in establishing or organizing, τὴν ἀρχήν , cf. 1.93 Lac. 8.3 ; πάνθ’ ὁπόσα τὸν ἀνθρώπινον βίον ς. Plt. 274d , cf. , etc.;[ 3.6 δημιουργοὶ] τὸν βίον ἡμῖν ς. τέχναις Lg. 920e ; τὸ ἐπιτήδειον Vect. 4.38 ; ς. τὸν ἐν Ἀμφίσσῃ πόλεμον join in promoting it, ; 18.143 πάντα ς. τινί assist him in promoting, : abs., 3.17 :— Med., 17.15 BCH 55.43 (Odessus, i B.C.):— Pass., Phld Lib. p.25 O.; -αζόμενος στοχασμός, of mutually confirmatory or cumulative evidence, Hermog Stat. 3 , cf. Arg. , 19.14 . 8.566