Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
συγκατάστασις
View word page
συγκατασκάπτης
συγκατα-σκάπτης, ου, ,
A). joint-destroyer, Lyc. 222 .


ShortDef

joint-destroyer

Debugging

Headword:
συγκατασκάπτης
Headword (normalized):
συγκατασκάπτης
Headword (normalized/stripped):
συγκατασκαπτης
IDX:
97698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-σκάπτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">joint-destroyer</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 222 </span>.</div> </div><br><br>'}