Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
συγκαταστασιάζω
View word page
συγκατασιτέομαι
συγκατα-σῑτέομαι,
A). feed together, Phld. Sto.Herc. 339.9 .


ShortDef

feed together

Debugging

Headword:
συγκατασιτέομαι
Headword (normalized):
συγκατασιτέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασιτεομαι
IDX:
97697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97698
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-σῑτέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">feed together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sto.Herc.</span> 339.9 </span>.</div> </div><br><br>'}