Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
συγκατασπείρω
View word page
συγκατασβέννυμι
συγκατα-σβέννῡμι,
A). help to extinguish, τὸν ἄκρατον Plu. 2.648b :— Pass., to be extinguished with, c. dat., ib. 973d .


ShortDef

help to extinguish

Debugging

Headword:
συγκατασβέννυμι
Headword (normalized):
συγκατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκατασβεννυμι
IDX:
97696
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97697
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-σβέννῡμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">help to extinguish</span>, <span class="quote greek">τὸν ἄκρατον</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.648b </span> :— Pass., <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be extinguished with</span>, c. dat., ib.<span class="bibl"> 973d </span>.</div> </div><br><br>'}