Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
συγκατασκήπτω
συγκατάσπασις
συγκατασπάω
View word page
συγκατάρχω
συγκατάρχω, in Med.,
A). begin the sacrifice together, Din. Fr. 89.34 .


ShortDef

begin the sacrifice together

Debugging

Headword:
συγκατάρχω
Headword (normalized):
συγκατάρχω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταρχω
IDX:
97695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97696
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατάρχω</span>, in Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">begin the sacrifice together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0029.tlg007:89:34" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0029.tlg007:89.34/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Din.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 89.34 </a>.</div> </div><br><br>'}