Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
συγκατασκεδάννυμι
συγκατασκευάζω
συγκατασκηνόω
View word page
συγκαταρράπτω
συγκατα-ρράπτω,
A). sew in with, in Pass., prob. in Cyran. 27 .


ShortDef

sew in with

Debugging

Headword:
συγκαταρράπτω
Headword (normalized):
συγκαταρράπτω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταρραπτω
IDX:
97692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97693
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-ρράπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sew in with</span>, in Pass., prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cyran.</span> 27 </span>.</div> </div><br><br>'}