Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
συγκαταποντόω
συγκαταπράσσω
συγκαταριθμέω
συγκαταρράπτω
συγκαταρρέω
συγκαταρρίπτω
συγκατάρχω
συγκατασβέννυμι
συγκατασιτέομαι
συγκατασκάπτης
συγκατασκάπτω
View word page
συγκαταποντόω
συγκατα-ποντόω,
A). sink in the sea together, S.E. M. 5.92 ( Pass.).


ShortDef

sink in the sea together

Debugging

Headword:
συγκαταποντόω
Headword (normalized):
συγκαταποντόω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταποντοω
IDX:
97689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-ποντόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sink in the sea together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:5:92" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0544.tlg002:5.92/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">M.</span> 5.92 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}