Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
συγκαταπλέω
συγκαταπολεμέω
View word page
συγκαταπαίζω
συγκατα-παίζω,
A). jest on a thing at the same time, τι Eust. 1653.26 .


ShortDef

jest on a thing at the same time

Debugging

Headword:
συγκαταπαίζω
Headword (normalized):
συγκαταπαίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταπαιζω
IDX:
97678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-παίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jest</span> on a thing <span class="tr" style="font-weight: bold;">at the same time</span>, <span class="itype greek">τι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1653:26" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1653.26/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1653.26 </a>.</div> </div><br><br>'}