Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
συγκαταπίπτω
συγκαταπλαστέον
συγκαταπλέκω
View word page
συγκατανευσιφάγος
συγκατα-νευσῐφάγος [φᾰ], ον,
A). living by saying 'yes', Comic epith. of κόλακες, Crates Theb. 11 D.


ShortDef

living by saying ‘yes’

Debugging

Headword:
συγκατανευσιφάγος
Headword (normalized):
συγκατανευσιφάγος
Headword (normalized/stripped):
συγκατανευσιφαγος
IDX:
97676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-νευσῐφάγος</span> <span class="pron greek">[φᾰ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">living by saying \'yes</span>\', Comic epith. of <span class="foreign greek">κόλακες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crates Theb.</span> 11 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.</span> </span> </div> </div><br><br>'}