Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
συγκαταπίνω
View word page
συγκαταναγκάζω
συγκατᾰναγκάζω,
A). v.l. for συναναγκ- , Hp. Art. 71 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταναγκάζω
Headword (normalized):
συγκαταναγκάζω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταναγκαζω
IDX:
97673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97674
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατᾰναγκάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">συναναγκ-</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:71" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg010.perseus-grc1:71/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Art.</span> 71 </a>.</div> </div><br><br>'}