Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
συγκαταπαύω
συγκαταπέμπω
συγκαταπίμπλημι
συγκαταπίμπρημι
View word page
συγκαταμύω
συγκατα-μύω,
A). to be quite closed up, AP 9.311 ( Phil.).


ShortDef

to be quite closed up

Debugging

Headword:
συγκαταμύω
Headword (normalized):
συγκαταμύω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταμυω
IDX:
97672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97673
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-μύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be quite closed up,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AP</span> 9.311 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}