Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
συγκατανεύω
συγκαταπαίζω
View word page
συγκαταλήγω
συγκατα-λήγω,
A). leave off together, Demetr. Eloc. 2 .


ShortDef

leave off together

Debugging

Headword:
συγκαταλήγω
Headword (normalized):
συγκαταλήγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταληγω
IDX:
97668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97669
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-λήγω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leave off together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0613.tlg001:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Demetr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eloc.</span> 2 </a>.</div> </div><br><br>'}