Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
συγκατανέμω
συγκατανευσιφάγος
View word page
συγκαταλείπω
συγκατα-λείπω,
A). leave together, ς. φρουράν leave a joint garrison in a place, Th. 5.75 .


ShortDef

to leave together

Debugging

Headword:
συγκαταλείπω
Headword (normalized):
συγκαταλείπω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλειπω
IDX:
97666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-λείπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leave together</span>, <span class="foreign greek">ς. φρουράν</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">leave a joint</span> garrison in a place, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:5:75" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:5.75/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 5.75 </a>.</div> </div><br><br>'}