Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
συγκαταναγκάζω
συγκαταναυμαχέω
View word page
συγκαταλέγω1
συγκατα-λέγω (A),
A). lay down with, pres. wrongly inferred from συγκατέλεκτο, etc., v. συγκαταλέχω .


ShortDef

repeat along with; appoint in addition; include in a list

Debugging

Headword:
συγκαταλέγω1
Headword (normalized):
συγκαταλέγω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλεγω1
IDX:
97664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97665
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-λέγω</span> (A), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lay down with</span>, pres. wrongly inferred from <span class="foreign greek">συγκατέλεκτο</span>, etc., v. <span class="ref greek">συγκαταλέχω</span> .</div> </div><br><br>'}