Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
συγκαταμύω
View word page
συγκαταλαγχάνω
συγκατα-λαγχάνω,
A). occupy, have assigned in common, τί τισι Dam. Pr. 58 .


ShortDef

occupy, have assigned in common

Debugging

Headword:
συγκαταλαγχάνω
Headword (normalized):
συγκαταλαγχάνω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταλαγχανω
IDX:
97662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97663
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-λαγχάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">occupy, have assigned in common</span>, <span class="quote greek">τί τισι</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:58" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4066.tlg003:58/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dam.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Pr.</span> 58 </a> .</div> </div><br><br>'}