Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
συγκαταλήγω
συγκαταλογίζομαι
συγκαταλύω
συγκαταμείγνυμι
View word page
συγκατακυλίνδομαι
συγκατα-κῠλίνδομαι, Pass., pf. -κεκύλισμαι,
A). to be rolled down together with, D.H. Comp. 20 ( v.l. συγκυλίεται ).


ShortDef

to be rolled down together with

Debugging

Headword:
συγκατακυλίνδομαι
Headword (normalized):
συγκατακυλίνδομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακυλινδομαι
IDX:
97661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κῠλίνδομαι</span>, Pass., pf. <span class="foreign greek">-κεκύλισμαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be rolled down together with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg012:20" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg012:20/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Comp.</span> 20 </a> ( v.l. <span class="ref greek">συγκυλίεται</span> ).</div> </div><br><br>'}