Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
συγκαταλέχω
View word page
συγκατακόσμησις
συγκατα-κόσμησις, εως, ,
A). ordering or settling together, Phld. Mus. p.111 K.


ShortDef

ordering or settling together

Debugging

Headword:
συγκατακόσμησις
Headword (normalized):
συγκατακόσμησις
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοσμησις
IDX:
97657
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97658
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κόσμησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ordering</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">settling together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mus.</span> p.111 </span> K.</div> </div><br><br>'}