Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
συγκαταλαμβάνω
συγκαταλέγω1
συγκαταλέγω2
συγκαταλείπω
View word page
συγκατακοσμέω
συγκατα-κοσμέω,
A). order or arrange together, Id. 2.938f .


ShortDef

order or arrange together

Debugging

Headword:
συγκατακοσμέω
Headword (normalized):
συγκατακοσμέω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοσμεω
IDX:
97656
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97657
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κοσμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">order</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">arrange together</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 2.938f </span>.</div> </div><br><br>'}