Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
συγκαταλαγχάνω
View word page
συγκατακοιμίζω
συγκατα-κοιμίζω,
A). cause to sleep with another, J. AJ 12.4.6 ( v.l. -κοίμησεν ).


ShortDef

cause to sleep with

Debugging

Headword:
συγκατακοιμίζω
Headword (normalized):
συγκατακοιμίζω
Headword (normalized/stripped):
συγκατακοιμιζω
IDX:
97652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97653
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κοιμίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cause to sleep with</span> another, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:12:4:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:12:4:6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 12.4.6 </a> ( v.l. <span class="ref greek">-κοίμησεν</span> ).</div> </div><br><br>'}