Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
συγκατακτείνω
συγκατακυλίνδομαι
View word page
συγκατάκλισις
συγκατά-κλῐσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
lying together with
another,
ἀνδρὸς ἀλλοτρίου ς
.
Plu.
2.768b
.
ShortDef
lying together with
Debugging
Headword:
συγκατάκλισις
Headword (normalized):
συγκατάκλισις
Headword (normalized/stripped):
συγκατακλισις
IDX:
97651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97652
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατά-κλῐσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lying together with</span> another, <span class="foreign greek">ἀνδρὸς ἀλλοτρίου ς</span>. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.768b </span>.</div> </div><br><br>'}