Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
συγκατακρημνίζω
συγκατακτάομαι
View word page
συγκατακληρονομέομαι
συγκατα-κληρονομέομαι,
A). inherit along with, LXX Nu. 32.30 .


ShortDef

inherit along with

Debugging

Headword:
συγκατακληρονομέομαι
Headword (normalized):
συγκατακληρονομέομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακληρονομεομαι
IDX:
97649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97650
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κληρονομέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inherit along with</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg004:32:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg004:32.30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 32.30 </a>.</div> </div><br><br>'}