Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
συγκατακόσμησις
View word page
συγκατακλειστέον
συγκατα-κλειστέον,
A). one must shut up together, Gp. 6.2.7 .


ShortDef

one must shut up together

Debugging

Headword:
συγκατακλειστέον
Headword (normalized):
συγκατακλειστέον
Headword (normalized/stripped):
συγκατακλειστεον
IDX:
97647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97648
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κλειστέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must shut up together,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:6:2:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4080.tlg001:6:2:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gp.</span> 6.2.7 </a>.</div> </div><br><br>'}