Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
συγκατακοιμίζω
συγκατακολουθέω
συγκατακομίζω
συγκατακόπτω
συγκατακοσμέω
View word page
συγκατακεράννυμι
συγκατα-κεράννυμι,
A). commingle, mix up with, Aesar. ap. Stob. 1.49.27 ( Pass.).


ShortDef

commingle, mix up with

Debugging

Headword:
συγκατακεράννυμι
Headword (normalized):
συγκατακεράννυμι
Headword (normalized/stripped):
συγκατακεραννυμι
IDX:
97646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97647
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-κεράννυμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">commingle, mix up with</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aesar.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.49.27 </span> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}