Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταθετός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
συγκατακλίνω
συγκατάκλισις
View word page
συγκαταιτιάομαι
συγκατ-αιτιάομαι, in aor. 1 συγκαταιτιᾱθῆναι as Pass.,
A). to be jointly accused, J. AJ 15.7.10 .


ShortDef

to be jointly accused

Debugging

Headword:
συγκαταιτιάομαι
Headword (normalized):
συγκαταιτιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιτιαομαι
IDX:
97641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-αιτιάομαι</span>, in aor. 1 <span class="foreign greek">συγκαταιτιᾱθῆναι</span> as Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be jointly accused</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:15:7:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg001.perseus-grc1:15:7:10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">AJ</span> 15.7.10 </a>.</div> </div><br><br>'}