Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθετός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
συγκατακλειστέον
συγκατακλείω
συγκατακληρονομέομαι
View word page
συγκαταιρέω
συγκατ-αιρέω,
A). v. συγκαθαιρέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταιρέω
Headword (normalized):
συγκαταιρέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιρεω
IDX:
97639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97640
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-αιρέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">συγκαθαιρέω</span> .</div> </div><br><br>'}