Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθετός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
συγκατακαίω
συγκατακαλύπτω
συγκατάκειμαι
συγκατακεράννυμι
View word page
συγκαταίθω
συγκατ-αίθω,
A). burn together, S. Ant. 1202 .


ShortDef

to burn together

Debugging

Headword:
συγκαταίθω
Headword (normalized):
συγκαταίθω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταιθω
IDX:
97636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97637
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-αίθω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">burn together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg002.perseus-grc1:1202" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg002.perseus-grc1:1202/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ant.</span> 1202 </a>.</div> </div><br><br>'}