Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθετός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
συγκατακαίνω
View word page
συγκαταθέω
συγκατα-θέω,
A). make an inroad with another, X. Cyr. 5.3.1 .


ShortDef

to make an inroad with

Debugging

Headword:
συγκαταθέω
Headword (normalized):
συγκαταθέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθεω
IDX:
97632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-θέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make an inroad with</span> another, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:5:3:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg007.perseus-grc1:5:3:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Cyr.</span> 5.3.1 </a>.</div> </div><br><br>'}