Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθετός
συγκαταθέω
συγκαταθλάω
συγκαταθνῄσκω
συγκαταθύω
συγκαταίθω
συγκαταινέω
συγκάταινος
συγκαταιρέω
συγκαταίρω
συγκαταιτιάομαι
View word page
συγκαταθετός
συγκατα-θετός, marg.
A). gloss on συγκάταινος in D.S. 4.40 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταθετός
Headword (normalized):
συγκαταθετός
Headword (normalized/stripped):
συγκαταθετος
IDX:
97631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97632
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-θετός</span>, marg. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">συγκάταινος</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:4:40" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:4.40/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 4.40 </a>.</div> </div><br><br>'}