Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταγωγή
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
συγκαταθετός
View word page
συγκαταδιώκω
συγκατα-δῐώκω,
A). pursue with or together, Th. 8.28 ( Pass.).


ShortDef

to pursue with

Debugging

Headword:
συγκαταδιώκω
Headword (normalized):
συγκαταδιώκω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδιωκω
IDX:
97621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-δῐώκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pursue with</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:8:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:8.28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 8.28 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}