Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταγωγή
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
συγκαταθετέον
συγκαταθετικός
View word page
συγκαταδεσμέω
συγκατα-δεσμέω,
A). bind together, Paul.Aeg. 6.114 .


ShortDef

bind together

Debugging

Headword:
συγκαταδεσμέω
Headword (normalized):
συγκαταδεσμέω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταδεσμεω
IDX:
97620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97621
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-δεσμέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bind together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6:114" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:6.114/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 6.114 </a>.</div> </div><br><br>'}