Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταγωγή
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
συγκαταδουλόω
συγκαταδύνω
συγκατάδυσις
συγκαταζεύγνυμι
συγκαταζῶ
συγκαταθάπτω
συγκατάθεσις
View word page
συγκαταγωγή
συγκατ-ᾰγωγή, ,
A). f.l. for οὖν κ ., Ph. Bel. 74.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συγκαταγωγή
Headword (normalized):
συγκαταγωγή
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγωγη
IDX:
97618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατ-ᾰγωγή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">οὖν κ</span> ., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1599.tlg001:74:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1599.tlg001:74.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Bel.</span> 74.50 </a>.</div> </div><br><br>'}