Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταγωγή
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
συγκαταδιώκω
View word page
συγκαταγήρασις
συγκατα-γήρᾱσις, εως, ,
A). growing old together, Pl. Lg. 930b .


ShortDef

growing old together

Debugging

Headword:
συγκαταγήρασις
Headword (normalized):
συγκαταγήρασις
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγηρασις
IDX:
97611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97612
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατα-γήρᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">growing old together</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:930b" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0059.tlg034.perseus-grc1:930b/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Lg.</span> 930b </a>.</div> </div><br><br>'}