Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

συγκανηφορέω
συγκαρβαλώσας
συγκαρκινόομαι
συγκασιγνήτη
σύγκασις
συγκαταβαίνω
συγκαταβάλλω
συγκατάβασις
συγκαταβιβάζω
συγκαταβιόω
συγκαταγαπάω
συγκαταγήρασις
συγκαταγηράσκω
συγκαταγιγνώσκω
συγκατάγνυμι
συγκαταγομφόω
συγκαταγράφω
συγκατάγω
συγκαταγωγή
συγκαταδαρθάνω
συγκαταδεσμέω
View word page
συγκαταγαπάω
συγκατᾰγᾰπάω,
A). put up, be content with, Phld. Rh. 1.135 S.


ShortDef

put up, be content with

Debugging

Headword:
συγκαταγαπάω
Headword (normalized):
συγκαταγαπάω
Headword (normalized/stripped):
συγκαταγαπαω
IDX:
97610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-97611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">συγκατᾰγᾰπάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">put up, be content with</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 1.135 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}